Ο φόβος σε ακινητοποιεί

Οι σκέψεις ξεκίνησαν ορμητικά μέσα στο μυαλό μου και για μια στιγμή μεταφέρθηκα σε μια λίμνη. Έκλεισα τα μάτια. Κολυμπούσα σε μια λίμνη θορύβου. Αναστάτωση. Θολά νερά. Έβγαινα στην επιφάνεια να αναπνεύσω οξυγόνο και να πιαστώ από κάπου. Ήθελα να βγω από αυτή την λίμνη. Πήγαινα πάνω κάτω με ένταση νομίζοντας πως θα βρω διέξοδο. Θόλωνα περισσότερο τα νερά…

Η καρδιά μου χτυπούσε τόσο δυνατά που νόμιζα πως οι παλμοί της δονούσαν τα νερά. Φοβόμουν τόσο πολύ. Μόνος σου μέσα σε ένα βυθό αναμνήσεων, πόνου και μοναξιάς πως να σωθείς. Ψάχνοντας μια άκρη σχοινιού να πιαστείς, ένα χέρι να σε τραβήξει πάνω στην στεριά της ευτυχίας, της γαλήνης, της ισορροπίας. Περίμενα.

Φόβος. Αυτός ο φόβος άρχισε να με ακινητοποιεί. Το σώμα μου μούδιασε. Έμεινα εκεί χωρίς να κουνιέμαι. Μαζεύτηκε το μυαλό μου σε μια μικρή γωνιά του βυθού. Δεν έχω βοήθεια. Θα πρέπει να βυθιστώ και μαζί με μένα, όλα μου τα όνειρα, όλα μου τα θέλω, όλα τα ελπίζω, όλα τα θα.. Περίμενα.

Έκλεισα τα μάτια μου και φαντάστηκα ότι είμαι μέσα σε μια μεγάλη φούσκα. Είμαι στην φούσκα σιωπής που επιπλέει σε θορυβώδη νερά. Μου φέρνει δύσπνοια αυτή η σιωπή, έχει τόση ένταση. Πήρα μια βαθιά αναπνοή και φύσηξα προς τα έξω με τρομερή δύναμη. Έχει δύναμη ο θυμός που έχεις με τον εαυτό σου. Έχει δύναμη όταν καταλάβεις ότι δεν ανήκεις εκεί που νομίζεις. Έχει δύναμη όταν πιάσεις πάτο. Δεν έχει πιο κάτω. Περίμενα.

Βυθίστηκα. Κόπηκε η αναπνοή μου. Τα μάτια μου με βία έγιναν ορθάνοιχτα. Μια αχτίδα από το φως του ήλιου διαπέρασε το νερό και βρήκε ανταπόκριση στα μάτια μου. Σαν μαγικό ραβδί αυτή η αχτίδα με έκανε να πάρω φόρα. Πήγα πιο κάτω και με όση δύναμη μου είχε απομείνει, πετάχτηκα σαν ελατήριο έξω από το νερό. έβηξα τόσο δυνατά που φοβήθηκε η κάθε ύπαρξη τριγύρω μου. Ήταν η οργή που έβγαινε και απλωνόταν με μανία γύρω μου. Έμεινα πεσμένη και περίμενα.

Οι παλμοί μου έπεσαν. Ήμουν στην στεριά με γυμνά πόδια και περπάτησα. Ένιωθα ένα άδειασμα που μου ήταν ευχάριστο. Σε εκείνη την λίμνη άδειασα λοιπόν. Η παθητικότητα, ο θυμός, η οργή, το πείσμα, όλα έμειναν εκεί. Σε εκείνα τα στάσιμα νερά. Κανένα χέρι δεν με έσωσε ‘όσο κι αν περίμενα. Ο ίδιος μου ο εαυτός είχε μια άγνωστη πλευρά που με έσπρωξε να προχωρήσω. Δεν με άφησα να βυθιστώ. Δεν περίμενα.

Όταν ο σπόρος της πίστης για τον εαυτό σου φωλιάσει στην καρδιάς σου, είναι για το μόνο που μπορείς να περιμένεις. Να ανθίσεις. Κάπου κοντά στην λίμνη για να μην ξεχάσεις ποτέ από που ξεκίνησες και τι χρειάζεται να αποφύγεις στην συνέχεια.

Καμιά φορά, η καλύτερη «χείρα βοηθείας» είναι ένα δυνατό σπρώξιμο. (Joann Thomas)
ΚΟΙΝΗ ΧΡΗΣΗ